- πρών
- πρών1 foreland Νεοπτόλεμος δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ (sc. κρατεῖ)
βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον N. 4.52
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον N. 4.52
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Πρών — foreland masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρών — foreland masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρών — (I) ῶνος και ωνός και επικ. εκτεταμένος τ. πρώων και επικ. ασυναίρ. τ. πρηών, ῶνος και ποιητ. τ. πρεών, όνος, ὁ, Α 1. το προεξέχον τμήμα γης ή όρους και, ιδίως, λόφος που προεκτείνεται προς τη θάλασσα, ακρωτήριο 2. φρ. «Δελφὸς πρών» ο Παρνασσός.… … Dictionary of Greek
Πρῶν' — Πρῶνα , Πρών foreland masc acc sg Πρῶνε , Πρών foreland masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῶν' — πρῶνα , πρών foreland masc acc sg πρῶνε , πρών foreland masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωνί — Πρών foreland masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωνί — πρών foreland masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωνῶν — Πρών foreland masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωνῶν — πρών foreland masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωνός — Πρών foreland masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωνός — πρών foreland masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)